
Η Όλιβ το 10χρονο κοριτσάκι μιας κλασσικής επαρχιακής οικογένειας, κάτω από την καθοδήγηση του κοκαϊνομανούς παππού της, προκρίνεται στην τελική φάση ενός διαγωνισμού ομορφιάς. Ο πατέρας είναι ένας αποτυχημένος θεωρητικός του Αμερικάνικου μοντέλου «Δεν υπάρχει άλλη εκδοχή παρά μόνο η επιτυχία». Η μητέρα ο συνδετικός κρίκος όλης της οικογένειας και το μόνο προσγειωμένο άτομο απ' όλα. Ο γιος που περνά μια εφηβεία, υπό μορφή βαριάς ασθένειας, αποφεύγει, να μιλάει, σαν εκδίκηση στην συνομωτική κλίκα των ενηλίκων. Και τέλος ο παρ' ολίγον αυτόχειρας αδελφός της μητέρας, ένας ομοφυλόφιλος πανεπιστημιακός με ειδίκευση στην φιλοσοφία του Προυστ.
α intersections και των παρ-οδικών motels, ξετυλίγεται μπροστά μας. Η οικογένεια κινείται οριακά στα πλαίσια του συμβατικού, μέχρι ο θάνατος του παππού, από overdose μέσα στο δωμάτιο του φτηνού ξενοδοχείου, να λειτουργήσει σαν καταλύτης και επιταχυντής της προδιαγεγραμμένης εξέλιξης. Η νοσοκομειακή γραφειοκρατία, για τα σχετικά με την κηδεία, που προϋποθέτει χρόνο και χρήμα, τους κάνει, να φυγαδεύσουν το πτώμα στο βανάκι και με αυτό στις αποσκευές τους, να συνεχίσουν το ταξίδι. Το ξέσπασμα του νεαρού εφήβου, όταν μαθαίνει, ότι ο δαλτωνισμός είναι ένα από τα κληρονομημένα κουσούρια του, κινδυνεύει, να τινάξει στον αέρα το όλο εγχείρημα.
Διακεκριμένοι πολλάκις για τις δουλειές τους σε διαφημιστικά σποτ και video clips, το ζεύγος Jonathan Dayton και Valerie Faris πραγματοποιεί το σκηνοθετικό του ντεμπούτο σε μεγάλου μήκους ταινία.Το σκηνοθετικό ζεύγος με αξιοζήλευτη ωριμότητα και ευαισθησία παρουσιάζουν ολικά κάθε έκφανση της ζωής και της εξέλιξης της οικογένειας. Η τεχνική του 'μια στο καρφί και μια στο πέταλο' τηρείται με θρησκευτική ευλάβεια, πετώντας σε από μία πρόσχαρη σεκάνς σε μία άλλη που σε στέλνει σε κάθε λογής προβληματισμούς και εν πολλοίς αδιάβαστο. Αξιος εδώ και ο μισθός του πρωτάρη σεναριογράφου Michael Arndt η δουλειά του οποίου προσφέρεται για μία ουσιώδη ενδοσκόπηση σε χαρακτήρες, οικογένεια και κοινωνία, όλα αυτά ενταγμένα σ' ένα ρεαλιστικό σχήμα.
αθέτει κώδικες περισσότερο συμβατούς με την εκεί κοινωνία, αλλά επαγωγικά μπορούν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για κάθε δυτικό σπίτι. Μήπως άλλωστε δεν είμαστε από καιρό ηθελημένα δεμένοι στο άρμα του δυτικού τρόπου ζωής και συμπεριφοράς ακόμα και στη χώρα μας, παριστάνοντας με κομπασμό τους διαφορετικούς; Η δε κοινωνία, αν και εμφανίζεται σε τρίτο επίπεδο, προλαβαίνει να δείξει κομμάτια του αληθινού της προσώπου, καθόλου ελκυστικά τις περισσότερες φορές.
ων καλλιστείων. Η ανατριχιαστική εικόνα των μικρομέγαλων διαγωνιζομένων κοριτσιών αγγίζει τα όρια του gore. Δείχνουν τόσο απόκοσμα, σαν παιδιά σε φέρετρο ή σαν λιλιπούτεια διαβολικά πλάσματα της νύχτας. Τα πλαστικά χαμόγελα, τα στρασαρισμένα πρόσωπα, τα κοκαλωμένα μαλλιά και η ρομποτική κίνηση τους προκαλούν αποστροφή, στοιχεία που το μάτι των Dayton-Faris προσφέρει ψυχρά, με φόντο τα ξινισμένα μούτρα του κάθε χαζοχαρούμενου εικονιζόμενου γονέα που αντέχει να χειροκροτεί εκτρώματα αλλά δε δέχεται το βραβείο της ανοιχτής παλάμης που άξια εισπράττει. Ασυναγώνιστη και σφαγιαστική η κοινωνική κατακραυγή στο σημείο αυτό, με την πρωταγωνίστρια - οικογένεια να δρα συνεπικουρούμενης της κατάλληλης μουσικοχορευτικής ανατρεπτικής της παράστασης!
Ο υπουργός Άμυνας του Ισραήλ χτίζει το σπίτι του δίπλα στον φράχτη που έχει φτιάξει η χώρα του κατά μήκος των "συνόρων" με τη Δυτική Όχθη, τη γραμμή ανακωχής μετά τον πόλεμο του 1967 (στην πραγματικότητα, πιο μέσα απ' αυτά, κλέβοντας ένα ακόμα, πολύ μεγάλο κομμάτι παλαιστινιακών εδαφών). Από την άλλη μεριά ζει μια Παλαιστίνια (με το όνομα Σάλμα Ζιντάν, της οποίας ο λεμονόκηπος βρίσκεται κολλητά στο σπίτι του κ. υπουργού. Οι μυστικές υπηρεσίες αποφασίζουν ότι είναι επικίνδυνες οι λεμονιές γιατί μπορεί σε αυτές να κρυφτούν τρομοκράτες που θα θέλουν να χτυπήσουν τον υπουργό, και διατάζουν την κοπή τους. Η παλαιστίνια καταφεύγει στα δικαστήρια, εισπράττει αρνητική απόφαση από το στρατοδικείο, πάει στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ και εκείνο αποφασίζει κάτι εξίσου εξωφρενικό (που δεν το λέω, για όσους θέλουν να πάνε να δουν την ταινία). Ενδιαμέσως, η παλαιστίνια ερωτεύεται τον νεαρό δικηγόρο της και η γυναίκα του υπουργού εκνευρίζεται με τον σύζυγό της.
ιντ (σημεία ελέγχου) του ισραηλινού στρατού, που κλείνουν απροειδοποίητα, ακριβώς τη στιγμή που ο δικηγόρος και η Σάλμα πρέπει να πάνε στο Ανώτατο Δικαστήριο. Οι στρατιώτες που κλέβουν λεμόνια για το πάρτι του υπουργού και ποδοπατούν τη Σάλμα. Υπάρχουν αρκετές εικόνες του Τείχους που χτίζει το Ισραήλ. Δίνεται η αντίθεση ανάμεσα στη φτωχική Παλαιστίνη και το πλούσιο Ισραήλ. Εκτίθεται η υποκρισία του υπουργού που λυπάται μεν, αλλά πρέπει να συνεχίσει την κατασκευή του Τείχους. Και στο τέλος, η πιο δυνατή εικόνα, το Τείχος που χτίζεται ανάμεσα στο σπίτι του υπουργού και τον λεμονόκηπο (που υφίσταται χοντρή ζημιά), εγκλωβίζοντας και τον ίδιο τον υπουργό.
Ο Έραν Ρίκλις αποτελεί μία από τις πιο ισχυρές μονάδες στο χώρο του ισραηλινού κινηματογράφου. Θεωρώντας εαυτόν πολίτη του κόσμου και έχοντα την πεποίθηση ότι τελικά ο τόπος είναι αυτός που σου δίνει το βήμα για να γίνει παγκόσμιος, γράφει και σκηνοθετεί το LemonTree, ταινία που συνιστά μια ευαίσθητη ματιά στο μικρόκοσμο της σύγκρουσης Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Η επιτυχία της προηγούμενης ταινίας του, Η νύφη από τη Συρία, πριν από τέσσερα χρόνια ήταν η αφορμή για να προχωρήσει στη δημιουργία του LemonTree (Η λεμονιά), που κέρδισε με την απλότητα και την ευαισθησία του το βραβείο κοινού στο πρόσφατο φεστιβάλ κινηματογράφου του Βερολίνου.
ε γραφτεί στα ψιλά μιας ισραηλινής ή παλαιστινιακής εφημερίδας…
Κατά τη γνώμη μου ο σκοπός επιτυγχάνεται. Ξέρετε, συνήθως δημιουργώ έχοντας στο νου μου έναν κανόνα που περιλαμβάνει τρεις άξονες: απλότητα, πραγματικότητα και κυρίως διάθεση να αντιμετωπίζω τους ήρωες των ταινιών μου σαν ίσους προς ίσον. Όταν το κάνεις αυτό, πετυχαίνεις να πλάσεις μια ιστορία που δεν προσπαθεί να επιβάλει πολιτικές απόψεις, δεν είναι διδακτική ούτε φιλοδοξεί να εκπαιδεύσει το κοινό, θέλει απλώς να δείξει πως οι ζωές των απλών, καθημερινών ανθρώπων επηρεάζονται από αποφάσεις που παίρνονται ερήμην τους.
Θα ονομάζατε, λοιπόν, τον εαυτό σας πολιτικό σκηνοθέτη;
Τεχεράνη 1978. Τελευταίες μέρες του Σάχη. Η εννιάχρονη Μαρζάν έχει αποφασίσει τι θα γίνει όταν μεγαλώσει. Θα γίνει προφήτης και Μπρους Λη! Στο μεταξύ ο Αγιατολάχ Χομεϊνί θα ανατρέψει το Σάχη, στη χώρα θα επιβληθεί θρησκευτικός νόμος, οι γυναίκες θα αναγκαστούν να φορέσουν τη μπούργκα και χιλιάδες αντικαθεστωτικοί θα φυλακιστούν. Μέσα σ’ αυτό το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο και μέσα σε μια αστική οικογένεια διανοούμενων, η ασυμβίβαστη Μαρζάν ακούει πάνκ, Άιρον Μέιντεν και Άμπα, πλακώνει στο ξύλο τα ξαδέρφια της και έχει «ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας» με τον Θεό. Όμως, μετά τη δολοφονία του αγαπημένου της θείου, και με το ξέσπασμα του πολέμου Ιράν-Ιράκ, η ζωή γίνεται αφόρητη και ο ατίθασος χαρακτήρας της τη βάζει σε μεγάλους κινδύνους.
πος του φανατικού καθεστώτος του Χομεϊνί. Για τους ενήλικες είναι ένας ιρανικός βραχνάς. Η Βιέννη είναι πολύ αφιλόξενη για τη μικρή εξόριστη. Μόνη, ευάλωτη, με τις εφηβικές της κρίσεις και ένα σωρό παράξενους τύπους γύρω της, αλλά κυρίως με το πείσμα της, θα τα καταφέρει, τελικά, να γίνει αποδεκτή. Θα κάνει φίλους και θα ερωτευτεί, θα μπλέξει με περιθωριακούς, θα κινδυνέψει και, τελικά, θα επιστρέψει απογοητευμένη στην οικογενειακή αγκαλιά και στην τυραννία του τσαντόρ και της βάναυσης αστυνόμευσης. Η δυσκολία της επανένταξης είναι σα δεύτερη ξενιτιά. Μπαίνει στο πανεπιστήμιο και παντρεύεται. Μαζί με το πτυχίο παίρνει και το διαζύγιό της.
συνειδητοποιεί πως όσο βαθειά νιώθει Ιρανή, άλλο τόσο της είναι αδύνατο να συνεχίσει να ζει στην πατρίδα της. Η επαναστάτρια γιαγιά, που μοσχοβολά γιασεμί και καπνίζει σα φουγάρο, της συμπαραστέκεται στη δύσκολη απόφαση να ξαναφύγει, ίσως για πάντα. Το ίδιο κι οι προοδευτικοί και τρυφεροί γονείς της. Φεύγει για τη Γαλλία. Παρίσι 1994. Πρώτη μέρα αισιοδοξίας για το αύριο.
ρη ενέργεια, το σχέδιό της (η τεχνοτροπία της) είναι εξαιρετικό, και συνδυάζει το χιούμορ με το συναίσθημα, κάτι σπάνιο. Όταν μου ζήτησε να κάνουμε μαζί την ταινία, δεν μπορούσα να αρνηθώ. Λάτρευα το βιβλίο αλλά και την ίδια τη Μαρζάν. Ήταν μια θαυμάσια ευκαιρία να κάνω κάτι καινούριο, είχε τρομερό ενδιαφέρον από καλλιτεχνική άποψη. Βέβαια ήταν τρομερά δύσκολο για μένα να συμμετάσχω σε κάτι τόσο αυτοβιογραφικό. Αυτή ήταν η ζωή κάποιου ανθρώπου, συγκεκριμένα της συνεργάτιδάς μου, που γνώριζα και αγαπούσα. Καταλάβαινα ότι η Μαρζάν επηρεαζόταν βαθύτατα, οπότε ήμουν ιδιαίτερα προσεκτικός. Η Μαρζάν με ενθάρρυνε πολύ και μου έδωσε το ελεύθερο να κάνω ό,τι θέλω στο καλλιτεχνικό κομμάτι. Αλληλοσυμπληρωνόμασταν και φυσικά υπήρχαν στιγμές όπου ανταλάσσαμε απόψεις προκειμένου να βρούμε μια λύση.
Ένα δυνατό δράμα με υπέροχο καστ, στο οποίο οι ζωές και οι μοίρες έξι ανθρώπων - τεσσάρων Τούρκων και δύο Γερμανών - διασταυρώνονται ανάμεσα στον έρωτα και το θάνατο, το Αμβούργο και την Πόλη. O Αλί, χήρος, ζει μόνος στο Αμβούργο. Γνωρίζοντας την Γιέτερ, πόρνη, θα αποφασίσουν να ενώσουν τις μοναξιές τους και να μείνουν μαζί. Ο γιος του Ναζάτ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, θα έρθει κοντά με τη Γιέτερ όταν μάθει ότι όλα τα λεφτά που βγάζει τα στέλνει στην κόρη της, που μένει στην Τουρκία. Ο θάνατος της Γιέτερ, θα πυροδοτήσει μια σειρά από γεγονότα και ανατροπές, που θα αλλάξουν για πάντα τις ζωές των πρωταγωνιστών.
ιθανή τους ευτυχία. Είναι ήρωες συνηθισμένοι, καθημερινοί, όλοι με διαφορετικές προσωπικότητες και ανησυχίες και όμως η πένα του Akin θα τους ενώσει σε ένα παράδοξο γαϊτανάκι, πλάθοντας, στην ουσία, δύο αλληλοσυνδεδεμένες ταινίες. Η κύρια είναι η ιστορία δύο κοριτσιών που θα ερωτευτούν, ενάντια σε θεούς και δαίμονες, και η δεύτερη αυτή ενός ευγενικού καθηγητή που θέλει να εξαγνιστεί για το έγκλημα του πατέρα του. Είναι γυρισμένη και στις δύο πατρίδες του σκηνοθέτη, ο οποίος δείχνει να αγαπάει και τις δύο. Επίσης, θα κάνει υπαινιγμούς ενάντια και στις δύο, αυτές, κυβερνήσεις, όπως και για την Ε.Ε. και την παγκοσμιοποίηση, που θα μας βρουν απόλυτα σύμφωνους.
Fatih Akin
Θάνατος και Διάβολος", σύμφωνα με τον ίδιο το σκηνοθέτη. Το πρώτο μέρος ήταν το "Μαζί Ποτέ". Το ότι είναι παιδί μεταναστών και μακριά από την αληθινή του πατρίδα, ίσως είναι και η δικαιολογία που εκφράζεται με τόσο αληθινό και ανθρωπολατρικό τρόπο. Οι ήρωες του είναι υποδείγματα ανθρώπων και τα εγκλήματα τους πάντα δικαιολογημένα από την άτυχη στιγμή. Το να πιστεύεις, όμως, τόσο στην εσωτερική καλοσύνη του ανθρώπου και να ζεις σε ένα τόσο άδικο κόσμο, είναι λογικό πως είσαι και μοιρολάτρης, μίας μοίρας που δεν επιφυλάσσει πάντα το καλύτερο.
μό, που σε ωθεί να πιστέψεις πως τα γεγονότα διαδραματίζονται αληθινά μπροστά σου. Ο Fatih Akin είναι μάστορας και στο σενάριο, όπου αυτό το αμείλικτο παιχνίδι της μοίρας, που μας παρουσιάζει, είναι ταυτόχρονα ακραίο και πραγματιστικό. Η σύμπραξη γερμανών με τούρκων ηθοποιών, όπως και η παρουσία των δύο χωρών, δημιουργεί μία ελκυστική αντίθεση, τόσο πολιτισμική, όσο και στο ότι πλουτίζει σε διάσταση την παραγωγή. Άψογοι άπαντες οι ερμηνευτές, νοσταλγική η ουσιαστική παρουσία της Hanna Schygulla, εύηχη η μουσική μπάντα, κυρίως με τουρκικά στοιχεία, και αξιοζήλευτη η ευκολία που ο σκηνοθέτης ανοίγει εμπρός μας, κυριολεκτικά, τις ψυχές και τους χαρακτήρες των ηρώων του.