Saturday, October 20, 2007
Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2007, Θέατρο Απόλλων, 9:00 μ.μ

Η διαφάνεια είναι άγνωστη λέξη σε έναν πληθυσμό που ελέγχεται καθημερινά από τους 100.000 "υπαλλήλους" και τους 200.000 πληροφοριοδότες της Στάζι. "Καθήκον" τους; Να μαθαίνουν τα πάντα για τις ζωές των συνανθρώπων τους. Τόσο αυτονόητα, αλλά καθόλου απλά... Οι μηχανισμοί που επιστρατεύει το καθεστώς μπορούν και διεισδύουν παντού, σε μία εποχή που ακόμη και οι σύζυγοι κατασκόπευαν τις γυναίκες τους! Η ταινία ακολουθεί την προσπάθεια των πρωταγωνιστών να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους, την ίδια στιγμή που η ζωή τους είναι πλήρως εξαρτημένη από το πανταχού παρόν καθεστώς.

Η σκοτεινή πλευρά της Ανατολικής Γερμανίας, λίγο πριν την πτώση του τείχους, σε μία συγκλονιστική ταινία που πατάει με το ένα πόδι στο πολιτικό θρίλερ και με το άλλο στη συγκινητική ερωτική ιστορία. Το τρομακτικό σύστημα παρακολούθησης αποκαλύπτεται με λεπτομέρειες που σοκάρουν και βασίζονται στην έρευνα του ίδιου του σκηνοθέτη σε αρχεία, ντοκουμέντα και στην επαφή του με ιστορικούς και αυτόπτες μάρτυρες. Η ταινία προκάλεσε αίσθηση όπου κι αν προβλήθηκε και απέσπασε σημαντικές διακρίσεις. Δυνατές ερμηνείες, συναίσθημα, μουσική από τον βραβευμένο με Όσκαρ Γκάμπριελ Γιάρεντ (Ο Άγγλος Ασθενής)... και το πιο "σατανικό" σύστημα κατασκοπείας που στήθηκε ποτέ!


Σκηνοθεσία: Florian Henckel von Donnersmarck
Σενάριο: Florian Henckel von Donnersmarck
Μουσική: Stéphane Moucha, Gabriel Yared
Φωτογραφία: Hagen Bogdanski
Μοντάζ: Patricia Rommel
Παραγωγή: Γερμανία, 2006
Διάρκεια: 137’

Ερμηνείες:
Martina Gedeck ... Christa-Maria Sieland
Ulrich Mühe ... Hauptmann Gerd Wiesler
Sebastian Koch ... Georg Dreyman
Ulrich Tukur ... Αντισυνταγματάρχης Anton Grubitz
Thomas Thieme ... Υπουργός Bruno Hempf
Hans-Uwe Bauer ... Paul Hauser
Volkmar Kleinert ... Albert Jerska
Matthias Brenner ... Karl Wallner
Charly Hübner ... Udo
Herbert Knaup ... Gregor Hessenstein
Bastian Trost ... Häftling 227
Marie Gruber ... Κυρία Meineke
Volker Michalowski ... Γραφολόγος (ως Zack Volker Michalowski)
Werner Daehn ... Einsatzleiter με στολή
Martin Brambach ... Einsatzleiter Meyer
Hubertus Hartmann ... Egon Schwalber
Thomas Arnold ... Nowack
Hinnerk Schönemann ... Υπολοχαγός Axel Stigler
Paul Faßnacht ... Θείος Frank Hauser (ως Paul Fassnacht)

Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Φλόριαν Χένκελ Φον Ντονερσμάρκ αφιέρωσε σχεδόν 4 χρόνια στη διεξαγωγή εντατικών ερευνών ενώ παράλληλα έγραφε το σενάριο, πριν να αρχίσει τα γυρίσματα της ταινίας στις 26 Οκτωβρίου 2004. Τα γυρίσματα της ταινίας ολοκληρώθηκαν 37 ημέρες μετά, στις 17 Δεκεμβρίου 2004. Πέρα από το διάβασμα ειδικευμένης στο αντικείμενο λογοτεχνίας, ο δημιουργός μίλησε ατέλειωτες ώρες με αυτόπτες μάρτυρες, πρώην υπαλλήλους της Στάζι και τα θύματά τους. Εξάλλου, στο πλευρό του είχε διακεκριμένους ειδικούς σε ιστορικά ζητήματα. Η ομάδα της ταινίας επίσης ονόμασε αρκετούς ανθρώπους που είχαν συνεργαστεί με το καθεστώς της Γερμανικής Δημοκρατίας (1949-1989), έτσι ώστε οι εμπειρίες τους να κάνουν την ταινία όσο πιο αυθεντική γινόταν.

Ο δημιουργός αναφέρει σχετικά: «Επισκέφτηκα πολλά μέρη όπου ακόμα μπορείς να αισθανθείς το πνεύμα του παρελθόντος... Υπάρχουν μέρη που είναι σε θέση να αποθηκεύσουν συναισθήματα πολύ καλά, και αυτές οι επισκέψεις μου έδωσαν περισσότερα από αυτά που μου έδωσαν όλα αυτά τα βιβλία που προφανώς είδα κατά τη διάρκεια των χρόνων της προετοιμασίας και τα ντοκιμαντέρ που παρακολούθησα. Αυτό που έπαιξε όμως καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της θέσης μου ήταν οι συζητήσεις με τους αυτόπτες μάρτυρες από τους Συνταγματάρχες της Στάζι ως τις ιερόδουλες της Στάζι και τους ανθρώπους που πέρασαν 2 χρόνια στα κέντρα κράτησης της Στάζι. Προσπάθησα να συγκεντρώσω όσες περισσότερες `οπτικές γωνίες` γινόταν και γι `αυτό άκουσα πολλές αντιφατικές ιστορίες- στο τέλος όμως είχα την αίσθηση ότι είχα σχηματίσει μία οριστική και συγκεκριμένη εποχή για την εποχή και τα προβλήματά της.»

Τι είναι όμως αυτό που οδήγησε τον σκηνοθέτη σε αυτή τη θεματολογία; Ο ίδιος εξομολογείται: «Καθώς περνούσαν τα χρόνια υπήρχαν δύο πράγματα που με οδηγούσαν προς αυτήν την ταινία. Το πρώτο ήταν οι πολλές επισκέψεις μου στο ανατολικό Βερολίνο σαν παιδί, που σε μεγάλο βαθμό με διαμόρφωσαν. Σαν παιδί οχτώ, εννέα, ή δέκα χρονών το έβρισκα πολύ ενδιαφέρον να αισθάνομαι τον φόβο των ενηλίκων. Και φοβόντουσαν πραγματικά: οι γονείς μου, μόλις πέρασαν τα σύνορα (γεννήθηκαν και οι δύο στην ανατολική Γερμανία και για αυτόν τον λόγο ίσως να τους είχαν συνεχώς κάτω από μεγαλύτερο έλεγχο) και οι φίλοι μας από την ανατολική Γερμανία, όταν άλλοι άνθρωποι τους έβλεπαν να μιλούν με μας, από τη δυτική. Τα παιδιά έχουν αλάνθαστες κεραίες που συλλαμβάνουν συναισθήματα... Νομίζω ότι χωρίς αυτές τις εμπειρίες θα είχα πρόβλημα στην απόδοση του συγκεκριμένου θέματος.

Και, ύστερα, υπάρχει αυτή η εικόνα που δεν θα ξεχάσω ποτέ: κοντινό πλάνο ενός ανθρώπου καθισμένου σε ένα ψυχρό δωμάτιο, να φοράει στα αυτιά του ακουστικά και να ακούει σχεδόν υπερφυσικά υπέροχη μουσική, χωρίς όμως να θέλει να την ακούσει. Αυτός ο άντρας με κυνηγούσε στα όνειρά μου για να καταλήξει τελικά να πάρει τη μορφή του αρχηγού Γκερντ Βίσλερ.»

Οι αυθεντικές τοποθεσίες είναι καθοριστικής σημασίας για ένα ιστορικό θέμα. Ανάμεσα στα μέρη που επιλέχθηκαν για την κινηματογράφηση ήταν και τα πρώην αρχηγεία της Στάζι, στη Νορμανεστράσε- μία τρομερή διεύθυνση κατά τη διάρκεια του καθεστώτος. Σήμερα, υπάρχει εκεί ένα μνημείο. Εκεί είναι που γυρίστηκαν οι σκηνές με τον Ουλρίχ Τουκούρ στον ρόλο του Αντισυνταγματάρχη Άντον Γκρούμπιτζ. Το γραφείο του ήταν ακριβώς δίπλα σε εκείνο του αφεντικού της Στάζι, Μίλκε. Η πατίνα είχε μάλιστα διατηρηθεί για να θυμίζει εκείνες τις ημέρες. Με τη χαρακτηριστική τους ξύλινη επένδυση, αυτά τα γραφεία έχουν μία μοναδική "γοητεία" και παραπέμπουν ξεκάθαρα σε συγκεκριμένο χρόνο και συγκεκριμένο στιλ...

Αν και η ταινία αναφέρεται σε γεγονότα που έχουν συμβεί μόνο 15 χρόνια πριν, πολλά έχουν αλλάξει από τότε. «Τελικά, δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά, όσον αφορά το κόστος, αν κάνεις γυρίσματα στο Βερολίνο του 1930 ή στο Βερολίνο του 1984», λέει ο παραγωγός Μαξ Βίντεμαν. Για να ανασυστήσουν την ατμόσφαιρα του 1984 χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια στο σκηνικό και στα ντεκόρ. Ιδιαιτέρως κοπιαστικό ήταν να προσπαθείς να ζωγραφίζεις πάνω στα γκράφιτι, που σήμερα συναντούμε παντού, στις περισσότερες επιφάνειες.

Η παραγωγή ήταν επίσης η πρώτη και είναι, μέχρι σήμερα, που πήρε άδεια να γυρίσει στα ίδια τα πρώην αρχηγεία της Στάζι, όπου και βρίσκονται τα αρχεία της, με την απευθείας γνωμοδότηση του επίσημου υπεύθυνου φορέα για τη φύλαξή τους. Είναι λοιπόν φυσικό οι σκηνές που είναι γυρισμένες ανάμεσα στο γιγαντιαίο μηχανικό σύστημα αρχειοθέτησης να δίνουν στον θεατή την πλήρη αίσθηση του αυτόπτη μάρτυρα. Το αρχείο αυτό ανασυγκροτήθηκε και ψηφιοποιήθηκε αμέσως μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων. Τα στοιχεία έχουν διατηρηθεί, αλλά η τοποθεσία των αρχείων και τα έγγραφα δεν υπάρχουν πια στη μορφή που παρουσιάστηκαν στην ταινία.

Οι τεχνικές προδιαγραφές επίσης συνηγορούν στα υψηλά ποιοτικά στάνταρντ της παραγωγής: οι παραγωγοί θαύμαζαν ήδη τη δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας Χάγκεν Μπογκντάνσκι ("No Place to Go") από τη συνεργασία τους στην ταινία "The Templar". Στην Γκαμπριέλ Μπίντερ ανατέθηκαν τα κουστούμια ("Doubting Tomas") ενώ η Πατρίτσια Ρόμελ ("Nowhere in Africa", "Beyond Silence") επιφορτίστηκε με το μοντάζ.

Χρειάστηκε όμως πολλή δουλειά και αρκετή τύχη, για να πείσεις ένα βραβευμένο με Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα συνθέτη να σου γράψει τη μουσική της ταινίας. Είναι ασυνήθιστο για μια γερμανική ταινία να ψάχνει καινούριους δρόμους για τη μουσική της και μάλιστα, διεθνών προσανατολισμών: «Είμαστε πεπεισμένοι ότι η ταινία δικαιολογούσε αυτήν την επιλογή και ότι μπορούσε να χαρακτηρίζεται από τέτοιου είδους και ύφους μουσικό θέμα», αναφέρεται από τους συντελεστές. Ο Γκάμπριελ Γιάρεντ (Όσκαρ & Χρυση Σφαίρα για τη μουσική της ταινίας "The English Patient" / υποψηφιότητα για Όσκαρ για τις ταινίες "Cold Mountain" and "The Talented Mr. Ripley"), πήρε στα χέρια του μια μετάφραση του σεναρίου σε πολύ αρχικό στάδιο και το όλο εγχείρημα του παρουσιάστηκε σε πολλές συζητήσεις στο Παρίσι και το Λονδίνο. Η κλίμακα της ταινίας ήταν σίγουρα έξω από τα συνήθη standard του διακεκριμένου αυτού δημιουργού, που συχνά γράφει τη μουσική σε ταινίες με budget εκατοντάδων εκατομμυρίων. Ωστόσο, ο Γιάρεντ θαύμασε την αφοσίωση του σκηνοθέτη και συμφώνησε να συμμετάσχει στην ταινία, βάσει του σεναρίου, που τον είχε κερδίσει.

Με έναν συνθέτη που ζει και δουλεύει σε Λονδίνο και Παρίσι, έναν σκηνοθέτη και μία ομάδα τοποθετημένη στο Βερολίνο και το εργαστήριο της ταινίας στο Μόναχο, έπρεπε ακόμα να τιθασευτούν πολλές δυσκολίες συνδεδεμένες με την απόσταση. Το κομμάτι του post-production ? η ταινία είναι 137 λεπτά- κράτησε σχεδόν ένα χρόνο.

Όσο για την αισθητική ματιά της ταινίας; Ο σκηνοθέτης ανακαλεί: «Είχαμε μία πολύ συγκεκριμένη εικόνα για τα χρώματα που θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε. Προσπαθήσαμε να ενισχύσουμε τις τάσεις που κυριαρχούσαν την εποχή του καθεστώτος μέσω της αφαίρεσης. Αφού υπήρχε περισσότερο πράσινο από μπλε εκείνη την εποχή, αποφασίσαμε να παραλείψουμε τελείως το μπλε. Υπήρχε επίσης περισσότερο πορτοκαλί από κόκκινο, οπότε βγάλαμε τελείως το κόκκινο. Η "κενότητα" είναι από μόνη της μία αισθητικά ουδέτερη πρόταση. Εξαιτίας του χαμηλού προϋπολογισμού της ταινίας, δεν μπορούσαμε να κατασκευάσουμε πολλά σκηνικά. Έτσι, όταν δεν είμαστε σε θέση να δημιουργήσουμε αυθεντική ομορφιά, βασιζόμασταν στην αφαίρεση ώστε να κρατήσουμε την αισθητική ποιότητα σε υψηλό επίπεδο. Για μένα, τα σκηνικά πρέπει να αποτελούν το ιδανικό φόντο πάνω στο οποίο εκδηλώνονται τα συναισθήματα των ηθοποιών, τίποτα περισσότερο αλλά και τίποτα λιγότερο. Ευτυχώς η ομάδα μου συμφώνησε και κινηθήκαμε από την αρχή στις ίδιες κατευθύνσεις...»
 
posted by ΕΛΜΕ Ν. Ηλείας at 1:22 AM |


0 Comments: